- μετροῦσαν
- μετρέωmeasurepres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… … Dictionary of Greek
δατέομαι — (Α) 1. μοιράζομαι κάτι με άλλους («τοὶ δὲ κρέα πολλὰ δατεῡντο» κι αυτοί μοιράζονταν πολλά κομμάτια κρέας) 2. κόβω στα δύο («τὸν μὲν... ἵπποι ἐπισώτροις δατέοντο» τόν έκοψαν στα δυο τα άλογα με τις σιδερένιες ρόδες) 3. διαιρώ, χωρίζω («τρεῑς… … Dictionary of Greek
εριόμετρο — Ειδικό μικροσκόπιο με το οποίο ταξινομείται το μαλλί. Παλαιότερα το χρησιμοποιούσαν για τη μέτρηση του πάχους των μικροσκοπικών σωμάτων των φυτικών ινών. Σήμερα χρησιμοποιούνται τελειότερα όργανα. * * * το όργανο με το οποίο μετρούσαν παλαιότερα… … Dictionary of Greek
οκτάς — (I) ο αστρον. α) παλαιό αστρονομικό όργανο με το οποίο μετρούσαν το ύψος τών αστέρων κατά τη μεσουράνησή τους β) ως κύριο όν. ο Οκτάς αστερισμός τού νότιου ημισφαιρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. octant < λατ. octans, ntis «οκταμερές όργανο» < λατ … Dictionary of Greek
παρασάγγης — Περσικό μέτρο μήκους, με το οποίο μετρούσαν τις βασιλικές οδούς. Ο όρος π. είναι η εξελληνισμένη περσική λέξη φαρσάνγκ. Ορισμένοι ιστορικοί ερευνητές υποστηρίζουν πως το μήκος του π. δεν ήταν σταθερό και κατά περιόδους ποίκιλλε. Η επικρατέστερη… … Dictionary of Greek
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek
βυθομετρική βολίδα — Συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του βάθους των θαλασσών. Ο καθορισμός του στοιχείου αυτού έγινε αναγκαίος από τις αρχές της ναυσιπλοΐας για να αποφεύγεται η προσάραξη των πλοίων. Επίσης, η χρήση της β.β. μας βοηθά να γνωρίσουμε τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ηραία — I Γιορτή προς τιμήν της θεάς Ήρας, που γινόταν σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας, κυρίως όμως στο Άργος, στην Ήλιδα και στη Σάμο. Τα Η. του Άργους τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια, στη μέση του δεύτερου έτους κάθε Ολυμπιάδας. Ήταν η επισημότερη γιορτή… … Dictionary of Greek
χρονολόγηση (και χρονολογία) — Επιστήμη της οποίας σκοπός είναι η συσχέτιση γεγονότων που έγιναν στο παρελθόν και η τοποθέτησή τους μέσα στον χρόνο. Η χ. βρίσκει τη μεγαλύτερη εφαρμογή της μέσα στον ευρύτατο χώρο των ιστορικών μελετών, στη γεωλογία, στην προϊστορία και στην… … Dictionary of Greek